moderation


moderation
Προφορά

{,mɒdə’reıʃən}

(Ουσιαστικό)
● μετριασμός
● μετριότης
● μετριότητα
● μετριοπάθεια
● ρέγουλα
● μετρίαση

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.