mob


mob
Προφορά

{mɒb}

(Επίθετο)
● ομαδικός

(Ουσιαστικό)
● συρφετός
● μαφία
● σπείρα
● όχλος

(Ρήμα)
● προσβάλλω
● συνωστίζομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.