mint Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply mintΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/mint.mp3{mınt} (Ουσιαστικό)● ηδύοσμος● δυόσμος● μέντα● νομισματοκοπείο (Ρήμα)● κόβω νομίσματα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση