mate Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply mateΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/mate.mp3{meıt} (Ουσιαστικό)● σύντροφος● πατριότης● υποπλοίαρχος● ταίρι (Ρήμα)● ζευγαρώνω● ζευγαρώνομαι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση