main Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply mainΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/main.mp3{meın} (Επίθετο)● ουσιώδης● κύριος● πρωτεύων (Ουσιαστικό)● κεντρικός αγωγός● κύριος σωλήνας● κύριος αγωγός● ανοικτή θάλασσα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση