main


main
Προφορά

{meın}

(Επίθετο)
● ουσιώδης
● κύριος
● πρωτεύων

(Ουσιαστικό)
● κεντρικός αγωγός
● κύριος σωλήνας
● κύριος αγωγός
● ανοικτή θάλασσα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.