mail


mail
Προφορά

{meıl}

(Επίθετο)
● τεθωρακισμένος

(Ουσιαστικό)
● θώρακας
● πανοπλία
● αλληλογραφία
● ταχυδρομείο

(Ρήμα)
● θωρακίζω
● στέλνω ταχυδρομικώς
● ταχυδρομώ
● ταχυδρομίζω

└[Εκφράσεις]┘
● by mail = ταχυδρομικώς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.