mail Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply mailΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/mail.mp3{meıl} (Επίθετο)● τεθωρακισμένος (Ουσιαστικό)● θώρακας● πανοπλία● αλληλογραφία● ταχυδρομείο (Ρήμα)● θωρακίζω● στέλνω ταχυδρομικώς● ταχυδρομώ● ταχυδρομίζω └[Εκφράσεις]┘● by mail = ταχυδρομικώς Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση