magneto


magneto
Προφορά

{mæg’ni:təʋ}

(Ουσιαστικό)
● μικρή ηλεκτροπαραγωγός συσκευή
● σπινθηροπαραγωγός
● μανιατό

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.