lurch


lurch
Προφορά

{lɜ:rtʃ}

(Ουσιαστικό)
● αιφνίδια κλίσις πλοίου
● δύσκολη θέση

(Ρήμα)
● τρικλίζω
● κλίνω αιφνιδίως προς το έν μέρος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.