lecture


lecture
Προφορά

{‘lektʃər}

(Ουσιαστικό)
● διάλεξη
● παράδοση
● επίπληξη
● νουθεσία
● διδαχή

(Ρήμα)
● διδάσκω
● επιπλήττω
● δίδω διάλεξη

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.