lap


lap
Προφορά

{læp}

(Ουσιαστικό)
● ποδιά
● γόνατα
● κόλπος
● αγκαλιά

(Ρήμα)
● διπλώνω
● λείχω
● γλείφω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.