laminate


laminate
Προφορά

{‘læmənıt}

(Επίθετο)
● φυλλωτός

(Ουσιαστικό)
● χωρίζω εις λεπτά ελάσματα
● χωρίζω εις λεπτά φύλλα

(Ρήμα)
● ελασματοποιώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.