lag


lag
Προφορά

{læg}

(Επίθετο)
● κατάδικος

(Ουσιαστικό)
● επιπορεία
● καθυστέρηση

(Ρήμα)
● χασομερώ
● βραδύνω
● χρονοτριβώ
● καθυστερώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.