lacrosse Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply lacrosseΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/l/lacrosse.mp3{lə’krɔ:s} (Ουσιαστικό)● παιγνίδιο με σφαίραν και δικτυοφόρον ράβδον● παιχνίδι με σφαίρα και δικτυοφόρο ράβδο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση