lacerate


lacerate
Προφορά

{‘læsəreıt}

(Επίθετο)
● σχισμένος

(Ρήμα)
● ξεσχίζω
● σπαράσσω
● ξεσκίζω
● πληγώνω αισθήματα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.