labour Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply labourΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/l/labour.mp3{‘leıbər} (Ουσιαστικό)● κόπος● εργασία● μόχθος● ωδίνες (Ρήμα)● κοπιάζω● εργάζομαι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση