kit


kit
Προφορά

{kıt}

(Ουσιαστικό)
● αποσκευή
● ατομικά είδη
● εξάρτηση στρατιώτη
● κιβώτιο εργαλείων
● θήκη εργαλείων
● εργαλεία τεχνίτη
● εργαλειοθήκη
● σύνεργα
● γατάκι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.