kit Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kitΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kit.mp3{kıt} (Ουσιαστικό)● αποσκευή● ατομικά είδη● εξάρτηση στρατιώτη● κιβώτιο εργαλείων● θήκη εργαλείων● εργαλεία τεχνίτη● εργαλειοθήκη● σύνεργα● γατάκι Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση