kipper Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kipperΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kipper.mp3{‘kıpər} (Ουσιαστικό)● καπνιστή ρέγγα● κίπερ● παστή ρέγγα (Ρήμα)● παστώνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση