kink


kink
Προφορά

{kıŋk}

(Ουσιαστικό)
● μονομανία
● τύλιγμα
● κόμβος
● ιδιοτροπία
● λόξα

(Ρήμα)
● τυλίγω
● μπερδεύω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.