kimono Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kimonoΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kimono.mp3{kə’məʋnə} (Ουσιαστικό)● ιαπωνικό φόρεμα εν είδη ράσου● κιμονά● κιμονό Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση