kiln Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kilnΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kiln.mp3{kıl} (Ουσιαστικό)● καμίνι● κάμινος (Ρήμα)● καίω εν καμίνω● ψήνω εν καμίνω● καίω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση