kidding Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kiddingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kidding.mp3{‘kıdıŋ} (Ουσιαστικό)● κοροϊδία● αστεϊσμός └[Εκφράσεις]┘● you are kidding me! = μέ δουλεύεις! Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση