key Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply keyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/key.mp3{ki:} (Ουσιαστικό)● κλείς● κλειδί● λύση● τόνος μουσική● μουσικό κλειδί● πλήκτρο● ξηρόνησο (Ρήμα)● τονίζω └[Εκφράσεις]┘● Give me the key! = δώστε μου το κλειδί! Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση