kayak Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply kayakΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/kayak.mp3{‘kaıæk} (Ουσιαστικό)● είδος ξύλινης βάρκας● δερμάτινη λέμβος των εσκιμόων Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση