join Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply joinΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/j/join.mp3{dʒɔın} (Ουσιαστικό)● ένωση (Ρήμα)● ενώνω● συνδέω● συνάπτω● σμίγω● συναρμόζω● προσχωρώ● λαμβάνω μέρος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση