join


join
Προφορά

{dʒɔın}

(Ουσιαστικό)
● ένωση

(Ρήμα)
● ενώνω
● συνδέω
● συνάπτω
● σμίγω
● συναρμόζω
● προσχωρώ
● λαμβάνω μέρος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.