jobber


jobber
Προφορά

{‘dʒɒbər}

(Ουσιαστικό)
● χονδρικός πωλητής
● εργάτης με το κομμάτι
● μεροκαματιάρης
● μεσίτης
● ρουσφετολόγος
● χρηματιστής
● κομπινάδορος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.