jobber Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply jobberΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/j/jobber.mp3{‘dʒɒbər} (Ουσιαστικό)● χονδρικός πωλητής● εργάτης με το κομμάτι● μεροκαματιάρης● μεσίτης● ρουσφετολόγος● χρηματιστής● κομπινάδορος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση