job


job
Προφορά

{dʒɒb}

(Επίθετο)
● υπομονετικός άνθρωπος

(Ουσιαστικό)
● ιώβ
● εργασία
● δουλειά
● θέση

(Ρήμα)
● διαπραγματεύομαι αξίες

└[Εκφράσεις]┘
● a good job = δουλειά καλά καμωμένη
● be out of a job = είμαι άνεργος
● good job = επιτυχία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.