jersey


jersey
Προφορά

{‘dʒɜ:rzı}

(Ουσιαστικό)
● είδος πλεκτού υφάσματος ή ενδύματος
● ζέρσεϊ ύφασμα
● φανέλα

(Κύριο ουσιαστικό)
● ζέρσεϊ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.