interest


interest
Προφορά

{‘ıntrıst}

(Ουσιαστικό)
● ενδιαφέρο
● συμφέρο
● τόκος

(Ρήμα)
● ενδιαφέρω

└[Εκφράσεις]┘
● with interest = έντοκος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.