integral


integral
Προφορά

{‘ıntəgrəl}

(Επίθετο)
● ακέραιος
● ολόκληρος
● ολοκληρωτικός
● αναπόσπαστος

(Ουσιαστικό)
● ολοκλήρωμα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.