identify


identify
Προφορά

{aı’dentə,faı}

(Ρήμα)
● εξευρίσκω
● βεβαιώ την ταυτότητα
● αναγνωρίζω
● εξακριβώνω ταυτότητα
● συνταυτίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.