hollow


hollow
Προφορά

{‘hɒləʋ}

(Επίθετο)
● κοίλος
● κούφιος
● απατηλός
● κοιλότης
● κοιλότητα

(Ρήμα)
● κοιλαίνω
● βαθουλώνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.