hold Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply holdΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/h/hold.mp3{həʋld} (Ουσιαστικό)● αμπάρι● κράτηση● πιάσιμο (Ρήμα)● βαστάζω● συγκρατώ● κρατώ● κατέχω● πιάνω● διατηρώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση