hobby


hobby
Προφορά

{‘hɒbı}

(Ουσιαστικό)
● προσφιλής ενασχόλησις
● χόμπι
● μονομανία
● ευχάριστη απασχόληση
● είδος γερακίου

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.