hoarding Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply hoardingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/h/hoarding.mp3{‘hɔ:rdıŋ} (Ουσιαστικό)● συσσώρευση● σανίδωμα● πρόχειρος φράκτης εκ σανίδων● πρόχειρος φράχτης από σανίδες Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση