hinge


hinge
Προφορά

{hındʒ}

(Ουσιαστικό)
● μεντεσές
● στρόφιγξ θύρας
● εύκαμπτος σύνδεσμος
● αρμός

(Ρήμα)
● στρέφομαι
● εξαρτώμαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.