hindsight Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply hindsightΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/h/hindsight.mp3{‘haınd,saıt} (Ουσιαστικό)● καθυστεριμένη κατανόησις● υστερινή γνώση● πίσω σκοπεύτρο όπλου Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση