handicap


handicap
Προφορά

{‘hændı,kæp}

(Ουσιαστικό)
● μειονέκτημα
● εμπόδιο
● δρόμος με εμπόδεια

(Ρήμα)
● εμποδίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.