gross Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply grossΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/g/gross.mp3{grəʋs} (Επίθετο)● μικτός● χυδαίος● χονδρός● χονδρικός● ολικός (Ουσιαστικό)● δώδεκα δωδεκάδες● ολικό εισόδημα μετά των εξόδων (Ρήμα)● έχω έσοδα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση