gross


gross
Προφορά

{grəʋs}

(Επίθετο)
● μικτός
● χυδαίος
● χονδρός
● χονδρικός
● ολικός

(Ουσιαστικό)
● δώδεκα δωδεκάδες
● ολικό εισόδημα μετά των εξόδων

(Ρήμα)
● έχω έσοδα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.