grin


grin
Προφορά

{grın}

(Ουσιαστικό)
● μειδίαμα μορφαστικό
● γκριμάτσα
● πλατύ χαμόγελο

(Ρήμα)
● γελάω δείχνοντας τα δόντια μου

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.