gash Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply gashΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/g/gash.mp3{gæʃ} (Ουσιαστικό)● βαθειά εγκοπή● βαθειά πληγή● βαθειά εκδορή (Ρήμα)● τρυπώ βαθέως● πληγώνω βαθέως● πληγώνω βαθιά● τρυπώ βαθιά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση