gage


gage
Προφορά

{geıdʒ}

(Ουσιαστικό)
● διάμετρος
● ενέχυρο
● δείκτης
● μέτρο
● δείχτης
● μετρητής

(Ρήμα)
● μετρώ
● υπολογίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.