foot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply footΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/f/foot.mp3{fʋt} (Ουσιαστικό)● πρόποδες● πόδι● πους● βάση● άκρο (Ρήμα)● πεζοπορώ● αθροίζω● αθροίζω και σημειώνω (το σύνολο)● πατώ └[Εκφράσεις]┘● on foot = με τα πόδια Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση