foot


foot
Προφορά

{fʋt}

(Ουσιαστικό)
● πρόποδες
● πόδι
● πους
● βάση
● άκρο

(Ρήμα)
● πεζοπορώ
● αθροίζω
● αθροίζω και σημειώνω (το σύνολο)
● πατώ

└[Εκφράσεις]┘
● on foot = με τα πόδια

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.