fledgeling


fledgeling
Προφορά

{‘fledʒəlıŋ}

(Επίθετο)
● πρωτόπειρος
● νεοσσός μόλις πτερωθείς

(Ουσιαστικό)
● νεοσσός μόλις πτερωθείς
● νεοσσός που μόλις έχει πετάξει
● πρωτόπειρος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.