fit


fit
Προφορά

{fıt}

(Επίθετο)
● φορμαρισμένος
● παροξυσμός
● κατάλληλος
● ικανός
● υγιής

(Ουσιαστικό)
● σπασμός
● παροξυσμός

(Ρήμα)
● προσαρμόζω
● ταιριάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.