feeder Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply feederΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/f/feeder.mp3{‘fi:dər} (Ουσιαστικό)● τρέφων● αυτός που τροφοδοτεί μηχανή με το αντικείμενο προς κατεργασία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση