fan


fan
Προφορά

{fæn}

(Ουσιαστικό)
● ανεμιστήρας
● βενταλιά
● θαυμαστής
● θιασώτης
● όμιλος θαυμαστών

(Ρήμα)
● αναρριπίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.