fairy Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply fairyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/f/fairy.mp3{‘feərı} (Ουσιαστικό)● νεράιδα● ομοφυλόφιλος● αρσενοκοίτης● πούστης● παιδεραστής Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση