faggot


faggot
Προφορά

{‘fægət}

(Ουσιαστικό)
● δεμάτι ξύλα
● δέσμη ξύλων ή ράβδων
● σουτζουκάκι
● πούστης
● αρσενοκοίτης
● ομοφυλόφιλος

(Ρήμα)
● δεματιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.