fag


fag
Προφορά

{fæg}

(Ουσιαστικό)
● δούλος
● υπηρέτης
● πούστης
● αρσενοκοίτης
● ομοφυλόφιλος

(Ρήμα)
● αποκάμνω
● ξενοδουλεύω
● μοχθώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.