efficiency Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply efficiencyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/e/efficiency.mp3{ı’fıʃənsı} (Ουσιαστικό)● δραστηριότης● δραστηριότητα● ικανότης● ικανότητα● αποδοτικότης● αποδοτικότητα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση