efficiency


efficiency
Προφορά

{ı’fıʃənsı}

(Ουσιαστικό)
● δραστηριότης
● δραστηριότητα
● ικανότης
● ικανότητα
● αποδοτικότης
● αποδοτικότητα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.